φτηνοδουλειά

φτηνοδουλειά
και φθηνοδουλειά, η, Ν
1. δουλειά που απαιτεί μικρή δαπάνη, φτηνή δουλειά
2. ευτελές, κακότεχνο κατασκεύασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φτηνοδουλειά — η 1. φτηνή δουλειά, εργασία που γίνεται με λίγα έξοδα. 2. κακότεχνο κατασκεύασμα που έγινε με φτηνή εργασία, κακοτέχνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθηνοδουλειά — η, Ν βλ. φτηνοδουλειά …   Dictionary of Greek

  • φθηνοδουλειά — η βλ. φτηνοδουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευτοδουλειά — η ψεύτικη δουλειά, φτηνοδουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”